ἄγραφοι

ἄγραφοι
ἄγραφος
unwritten
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αγραφοί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 323 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εσπερίων του νομού Κερκύρης …   Dictionary of Greek

  • ЗАКОНЫ НЕПИСАНЫЕ —    • Άγραφοι νόμοι,          в противоположность к писаным, человеческим, государственным узаконениям, по эллинскому воззрению, исходят непосредственно от Зевса и Фемиды или Дики источников всякого права и закона. Законы писаные могут оказываться …   Реальный словарь классических древностей

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • Dialogues de Platon — Le terme Dialogues de Platon renvoie à l ensemble des différents ouvrages que Platon aurait rédigés. Ils se présentent sous la forme de dialogues philosophiques entre différents personnages. Sommaire 1 Le dialogue chez Platon 2 Le problème de la… …   Wikipédia en Français

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЗАКОНЫ ВЛАСТИ —    • Legum latio.          В первобытное время греческих государств, как и государства вообще, законы (νόμοι) являются не как нечто сотворенное и переменное, а как прочная власть, обязующая государство, не изменяющаяся и не имеющая определенного… …   Реальный словарь классических древностей

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • παράδοση — η 1. δόσιμο: Παράδοση των χρημάτων στον ίδιο. 2. μεταβίβαση: Η παράδοση της εξουσίας από τους δικτάτορες σπάνια γίνεται με ειρηνικό τρόπο. 3. άγραφη μυθική διήγηση που περνά από τους παλιότερους στους νεότερους: Παλιά παράδοση λέει πως το χωριό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”